Ο καρκίνος του παχέος εντέρου (ΚΠΕ) αποτελεί τον 3o σε συχνότητα καρκίνο τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής διαγιγνώσκονται περίπου 140.000 νέες περιπτώσεις ανά έτος ενώ καταγράφονται και 50.000 περίπου θάνατοι από ΚΠΕ ετησίως. Ο συνολικός κίνδυνος για να αναπτύξει κάποιος ΚΠΕ στη ζωή του είναι περίπου 4.49% για τους άνδρες και 4.15% για τις γυναίκες. Συνεπώς ο ΚΠΕ είναι ελαφρά πιο συχνός στους άντρες από ότι στις γυναίκες [1]. Οι αναγνωρισμένοι παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη ΚΠΕ είναι η ηλικία (το 90% των περιπτώσεων εμφανίζεται σε ανθρώπους ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών), το θετικό οικογενειακό ιστορικό (συγγενής πρώτου βαθμού που έχει νοσήσει από ΚΠΕ), τα σύνδρομα πολυποδίασης και τα ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου.

Η επίπτωση του ΚΠΕ είναι διαφορετική μεταξύ των χωρών, γεγονός που έχει στρέψει το επιστημονικό ενδιαφέρον και στο ρόλο των περιβαλλοντικών παραγόντων στην ανάπτυξη του ΚΠΕ. Σήμερα διακρίνονται 4 κατηγορίες περιβαλλοντικών παραγόντων οι οποίες μπορεί να σχετίζονται είτε προστατευτικά είτε αιτιολογικά με τον ΚΠΕ : α) πιθανά αιτιολογικοί, β) δυνητικά αιτιολογικοί, γ) πιθανά προστατευτικοί και δ) δυνητικά προστατευτικοί παράγοντες. Οι πιθανά αιτιολογικοί παράγοντες είναι η αυξημένη κατανάλωση λίπους, η αυξημένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος και η μειωμένη κατανάλωση φυτικών ινών. Στους δυνητικά αιτιολογικούς παράγοντες ανήκουν το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η μειωμένη κατανάλωση σεληνίου και περιβαλλοντικά καρκινογόνα όπως οι ετεροκυκλικές αμίνες. Στους πιθανά προστατευτικούς παράγοντες ανήκουν ο χαμηλός δείκτης μάζας σώματος, η λήψη ασπιρίνης και μη-στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, η αυξημένη φυσική δραστηριότητα και οι ορμονοθεραπείες υποκατάστασης (πχ οιστρογόνα). Στους δυνητικά προστατευτικούς παράγοντες ανήκει η αυξημένη κατανάλωση φυτικών ινών, τα αυξημένα επίπεδα βιταμινών C,D,E, η λήψη στατινών, καροτενίου, Ω-3 λιπαρών οξέων και σεληνίου.

Όσον αφορά την παθογένεια της νόσου, η ισχύουσα θεωρία είναι αυτής της ακολουθίας αδενώματος-καρκινώματος. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η πρώτη αναγνωρίσιμη αλλαγή στο εντερικό επιθήλιο αφορά τον σχηματισμό των ανώμαλων εστιακών κρυπτών (aberrant crypt foci), οι οποίες αποτελούν μικρές υπερπλαστικές ή δυσπλαστικές περιοχές. Παρουσιάζονται είτε ως μονήρεις βλάβες είτε ως ομάδες βλαβών. Οι περιοχές αυτές δύνανται να εξελιχθούν σε αδενώματα, τα οποία εν τέλει αποτελούν τον πρόδρομο των αδενοκαρκινωμάτων. Σε μοριακό επίπεδο, όπως φαίνεται και πιο κάτω η αλληλουχία των γεγονότων αυτών καθορίζεται από αντίστοιχες αλλαγές στο γονιδιακό υλικό.  Oι κύριες κατηγορίες αλλαγών αφορούν την τροποποίηση των πρωτο-ογκογονιδίων, την απενεργοποίηση των ογκοκατασταλτικών γονιδίων, τις ανωμαλίες στα DNA mismatch repair genes, τη χρωμοσωματική αστάθεια (chromosomal instability) και τη γονιδιακή αστάθεια (microsatellite instability).

Η κλινική εκδήλωση του ΚΠΕ εξαρτάται από την εντόπισή του στο παχύ έντερο. Γενικά στερείται θορυβωδών κλινικών συμπτωμάτων. Ο καρκίνος του δεξιού κόλου και του εγκαρσίου συνήθως δεν έχει κλινικά συμπτώματα και μπορεί να διαλάθει της προσοχής έως και 5 χρόνια. Συνήθως όμως συνοδεύεται από μικροσκοπική απώλεια αίματος προκαλώντας σιδηροπενική αναιμία. Επίσης μπορεί να συνοδεύεται από συστηματικά συμπτώματα, όπως καταβολή, ανορεξία και απώλεια βάρους. Αντίθετα ο καρκίνος του αριστερού κόλου (ειδικότερα του σιγμοειδούς) και του ορθού μπορεί να εκδηλωθεί με εναλλαγές κενώσεων ( εναλλαγή δυσκοιλιότητας και ψευδοδιάρροιας), αποφρακτικά συμπτώματα, δυσκοιλιότητα καθώς και αποβολή αίματος από το ορθό. Η κατανομή προσβολής του ΚΠΕ στο έντερο είναι ως εξής : 20% στο ορθό, 10% στο ορθοσιγμοειδές, 25% στο σιγμοειδές, 5% στο κατιόν, 15% στο εγκάρσιο και 25% στο ανιόν και το τυφλό.

Η εξέταση εκλογής για τη διάγνωση του ΚΠΕ είναι η κολονοσκόπηση. Πέραν όμως από το διαγνωστικό ρόλο της, η κολονοσκόπηση αποτελεί ένα εξαιρετικό μέσο πρόληψης του ΚΠΕ. Στον Ελληνικό πληθυσμό συνιστάται έναρξη προληπτικού ελέγχου από την ηλικία των 50 ετών και επανάληψή της αναλόγως των ευρημάτων. Σε περίπτωση όμως θετικού οικογενειακού ιστορικού ίσως απαιτηθεί έναρξη του ελέγχου σε μικρότερη ηλικία – συνήθως σε ηλικία 10χρόνια μικρότερη από αυτή του εκδήλωσε τον ΚΠΕ ο (πρώτου βαθμού) συγγενής.

Η θεραπεία του ΚΠΕ εξαρτάται από το στάδιο της νόσου. Τα κύρια θεραπευτικά μέσα είναι η χειρουργική θεραπεία, η χημειοθεραπεία και η ακτινοβολία. Για καρκίνους που περιορίζονται μέχρι και τον υποβλεννογόνιο χιτώνα υπάρχει και η δυνατότητα της ενδοσκοπικής αφαίρεσης.