Τα τελευταία χρόνια η γλουτένη και οι επιπτώσεις της στο έντερο έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον, τόσο της ιατρικής κοινότητας όσο και του ευρύτερου κοινού. Η γλουτένη είναι ένα μόριο που βρίσκεται σε διάφορες τροφές και έχει συσχετιστεί με την ανάπτυξη δύο συνδρόμων : α) της κοιλιοκάκης, που αποτελεί μία συγκεκριμένη νοσολογική οντότητα που μπορεί να διαγνωσθεί με ειδικές εξετάσεις και β) της δυσανεξίας στη γλουτένη, που αποτελεί ένα υποκειμενικό αίσθημα που περιγράφεται από τον ίδιο τον ασθενή. Η γλουτένη συνίσταται κυρίως από γλουταμίνες και προλαμίνες. Οι προλαμίνες είναι πρωτεΐνες που βρίσκονται στο ενδοσπέρμιο των σιτηρών. Στο σιτάρι οι προλαμίνες λέγονται γλιαδίνες, στη σίκαλη ονομάζονται σικαλίνες και στο κριθάρι χορδείνες.
Κοιλιοκάκη
Η κοιλιοκάκη είναι ένα νόσημα, ανοσολογικής αρχής που οφείλεται στον προαναφερθέντα παράγοντα, δηλαδή τη γλουτένη . Η παρουσία της γλουτένης και συγκεκριμένα των προλαμινών είναι υπεύθυνη για την πυροδότηση μίας ανοσολογικής αντίδρασης στο έντερο, που οδηγεί σε σταδιακή αλλοίωση του τοιχώματος και κατά συνέπεια σε διαταραχή της απορρόφησης των θρεπτικών συστατικών. Η κλινική εικόνα της κοιλιοκάκης ποικίλει· από τελείως ασυμπτωματική έως την εμφάνισή της με έντονη συμπτωματολογία, όπως διάρροιες, αναιμία και απώλεια βάρους. Τα συμπτώματα της κοιλιοκάκης δεν περιορίζονται στο πεπτικό σύστημα, καθώς μπορεί να παρουσιαστούν και νευρολογικές εκδηλώσεις (πχ κατάθλιψη), δερματολογικές εκδηλώσεις (πχ ερπητοειδής δερματίτιδα) ή να συνυπάρχουν άλλα αυτοάνοσα νοσήματα (αυτοάνοση γαστρίτιδα, αυτοάνοση παγκρεατίτιδα, θυρεοειδίτιδα Hashimoto). Επίσης υπάρχουν νοσήματα ή σύνδρομα, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι και το σύνδρομο Down, στα οποία η κοιλιοκάκη παρατηρείται συχνότερα, και συνεπώς όσοι πάσχουν από αυτά θα πρέπει να διερευνώνται για την πιθανότητα συνύπαρξης κοιλιοκάκης. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για την κλινική εικόνα στα παιδιά, όπου η κοιλιοκάκη μπορεί να εμφανιστεί κυρίως με καθυστέρηση ανάπτυξης και να συνοδεύεται από διάρροιες ή και δυσκοιλιότητα με μετεωρισμό (διατεταμένη κοιλιά). Στην κατηγορία αυτή τα συμπτώματα παρουσιάζονται μετά την έναρξη τροφών που περιέχουν γλουτένη.
Η διάγνωση της κοιλιοκάκης γίνεται με εξετάσεις αίματος για ειδικά αντισώματα (έναντι ιστικής τρανσγλουταμινάσης και έναντι απαμινωμένων πεπτιδίων της γλιαδίνης) καθώς και γαστροσκόπηση και ιστολογική εξέταση από βιοψίες 12δακτύλου. Οι εξετάσεις αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται από εξειδικευμένους ιατρούς (γαστρεντερολόγο, παθολογοανατόμο) σε κατάλληλο διαγνωστικό κέντρο, καθώς πολλές φορές η ερμηνεία των αποτελεσμάτων είναι δυσχερής και απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Πρέπει να τονιστεί ότι αυτές οι εξετάσεις γίνονται όταν ακόμη το άτομο καταναλώνει τροφές που περιέχουν γλουτένη, καθώς και ότι δεν πρέπει να γίνεται διακοπή της γλουτένης αν δεν υπάρχει απόλυτα επιβεβαιωμένη διάγνωση. Σε δύσκολες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί περαιτέρω εξειδικευμένος έλεγχος του μείζονος συμπλέγματος ιστοσυμβατότητας -HLA. Ο έλεγχος αυτός βοηθάει μόνο στον αποκλεισμό της παρουσίας κοιλιοκάκης.
Εφόσον ο ασθενής διαγνωσθεί με κοιλιοκάκη, πρέπει να παρακολουθείται από εξειδικευμένο γιατρό και να υποβάλλεται σε συγκεκριμένες εξετάσεις και παρεμβάσεις. Αυτή τη στιγμή και παρά το ερευνητικό ενδιαφέρον γύρω από την κοιλιοκάκη, δεν έχει βρεθεί κάποια φαρμακευτική θεραπεία. Η θεραπεία της είναι ο δια βίου και αυστηρός αποκλεισμός από τη διατροφή του ασθενούς όλων των προϊόντων που προέρχονται από το σιτάρι, τη σίκαλη, το κριθάρι και τη βρώμη. Επιτρέπεται η κατανάλωση ρυζιού και καλαμποκιού.
Η τήρηση ενός διαιτολογίου που δεν περιέχει γλουτένη είναι δύσκολη, καθώς αυτά τα τρόφιμα καλύπτουν μεγάλο μέρος των διατροφικών μας επιλογών. Ο ρόλος του διαιτολόγου είναι πολύ σημαντικός στη θεραπεία της νόσου. Ο διαιτολόγος θα βοηθήσει τον ασθενή να αναγνωρίσει ποιες είναι οι επιτρεπόμενες τροφές. Παράλληλα, επειδή πολύ συχνά στους ασθενείς με κοιλιοκάκη παρατηρούνται ελλείψεις σε θρεπτικά συστατικά (ασβέστιο, σίδηρο, βιταμίνη D και φυλλικό οξύ), ο ειδικός θα σχεδιάσει ένα κατάλληλο πρόγραμμα διατροφής που να καλύπτει τις ανάγκες του ασθενούς τόσο σε ενέργεια όσο και σε θρεπτικά συστατικά.
Σήμερα σε αντίθεση με το παρελθόν, υπάρχει μεγάλη ποικιλία προϊόντων ελεύθερων γλουτένης που κυκλοφορούν στην αγορά και κάνει την προσαρμογή των ασθενών ευκολότερη. Τα προϊόντα αυτά φέρουν στη συσκευασία του ένα ειδικό σήμα.
Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι:
- Στην κοιλιοκάκη, ακόμη και μια μικρή ποσότητα γλουτένης μπορεί να προκαλέσει βλάβη στο λεπτό έντερο. Διαβάστε πολύ προσεκτικά τις ετικέτες των τροφίμων που καταναλώνετε. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου στα τρόφιμα (χωρίς το ειδικό σήμα) μπορεί να περιέχεται γλουτένη, χωρίς όμως να είναι ευδιάκριτο στην διατροφική ετικέτα π.χ. υδρολυμένη πρωτεΐνη σίτου ή εκχύλισμα βύνης .
- Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνετε ακόμη και στην κατανάλωση σκευασμάτων και συμπληρωμάτων.
- Είναι πολύ σημαντικό να προσέχετε ακόμη και κατά τη διάρκεια παρασκευής ενός φαγητού καθώς είναι πολύ συχνός ο κίνδυνος ανεπιθύμητης πρόσμιξης. Η πρόσμιξη μπορεί να συμβεί αν χρησιμοποιείτε κοινές επιφάνειες ή κοινά σκεύη με εκείνα που χρησιμοποιεί η υπόλοιπη οικογένεια για την παρασκευή φαγητού. Να καθαρίζετε πολύ προσεκτικά τις επιφάνειες και τα σκεύη και μην αποθηκεύετε τα τρόφιμα σας μαζί με εκείνα της υπόλοιπης οικογένειας.
- Επίσης, είναι σημαντικό, όταν τρώτε έξω σε εστιατόρια ή σε φιλικά σπίτια, να γνωστοποιείτε το πρόβλημα σας.
Προς αποφυγή | Επιτρεπόμενα |
|
|
Δυσανεξία στη γλουτένη
Είναι απαραίτητος ο διαχωρισμός της κοιλιοκάκης από τη δυσανεξία στη γλουτένη. Ως δυσανεξία στη γλουτένη περιγράφεται το υποκειμενικό αίσθημα συμπτωμάτων από το γαστρεντερικό σύστημα, όπως είναι φούσκωμα, δυσπεψία, πόνος στην κοιλιά, διάρροιες, έμετοι, δυσκοιλιότητα μετά από κατανάλωση τροφών που περιέχουν γλουτένη. Τα συμπτώματα αυτά υποχωρούν μετά την αφαίρεση της γλουτένης από τη διατροφή. Η διαφορά της δυσανεξίας στη γλουτένη είναι ότι δεν υπάρχουν «αντικειμενικά» ευρήματα νόσου, δηλαδή δεν παρουσιάζονται βλάβες στο έντερο, ούτε είναι θετικές οι ειδικές εξετάσεις στο αίμα. Συνεπώς είναι μία διάγνωση που βασίζεται στην περιγραφή και το υποκειμενικό αίσθημα του ασθενούς. Συνήθως οι ασθενείς που περιγράφουν δυσανεξία στη γλουτένη δεν χρειάζονται αυστηρό αποκλεισμό της πρόσληψης γλουτένης, αλλά μόνο ένα σχετικό περιορισμό της κατανάλωσής της.